Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἡ γενική

См. также в других словарях:

  • γενική — η η δεύτερη πτώση των ονομάτων της ελληνικής γλώσσας: Γενική κτητική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενική — Όρος της γραμματικής. Μία από τις πτώσεις της ελληνικής γλώσσας. Στην αρχαία ελληνική, όπως και στην καθαρεύουσα, η πρώτη κλίση των αρσενικών και η δεύτερη όλων των γενών έχουν κατάληξη σε –ου (ακόμα αρχαιότερη σε –οιο και –oo), η πρώτη των… …   Dictionary of Greek

  • Γενική Επιθεώρησις — Δεκαπενθήμερο αθηναϊκό φιλολογικό περιοδικό (1892 93). Εκδότης του ήταν ο Αθανάσιος Αργυρός. Στο περιοδικό δημοσιευόταν πλούσια βιβλιογραφία των νέων εκδόσεων …   Dictionary of Greek

  • Γενική Εφημερίς της Ελλάδος — Η πρώτη επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης στην Ελλάδα. Εκδόθηκε στο Ναύπλιο στις 7 Οκτωβρίου 1825, με διευθυντή τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ήταν δισεβδομαδιαία και εκδιδόταν έως τις 18 Απριλίου 1832, οπότε μετονομάστηκε Εθνική Εφημερίς …   Dictionary of Greek

  • Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος — (ΓΣΕΕ). Η ανώτατη ελληνική συνδικαλιστική εργατοϋπαλληλική οργάνωση. Στους κόλπους της συνενώνει όλα τα εργατικά κέντρα και τις εργατοϋπαλληλικές ομοσπονδίες. Ιδρύθηκε από το Α’ Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο, που έγινε στην Αθήνα και τον Πειραιά… …   Dictionary of Greek

  • γενικῇ — γενικός belonging to fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενική — γενικός belonging to fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Η γενική σχετικότητα — Είδαμε ότι σ’ ένα μη αδρανειακό σύστημα, όταν δεν ενεργούν εξωτερικές δυνάμεις, ένα σώμα δεν κινείται με ομοιόμορφη κίνηση, αλλά κινείται σαν να υπόκεινταν σε μια δύναμη (δύναμη αδράνειας) που είναι ανάλογη με τη μάζα του (μάζα αδράνειας). Κατά… …   Dictionary of Greek

  • Ιερά Σύνοδος — Γενική ονομασία για τα κεντρικά διοικητικά σώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτά είναι: η Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Διαρκής Ι.Σ. και η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση. Η πρώτη αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) …   Dictionary of Greek

  • νομιμότητα — Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής… …   Dictionary of Greek

  • Προέλληνες — Γενική ονομασία που δίνεται στους «αρχαιότατους» του ελληνικού χώρου, στους κατοίκους δηλαδή της Ελλάδας πριν εμφανιστούν οι Έλληνες. Οι κάτοικοι εκείνοι ήταν κυρίως Πελασγοί, Αιγαίοι και Κρητικοί. Ανήκαν και αυτοί στη λευκή φυλή, ήταν έξυπνοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»