-
1 γενική
-
2 γενικῇ
-
3 γενική
γενικόςbelonging to: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 γενική
genitiveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γενική
-
5 γενικήι
-
6 γενικῆι
-
7 γενικός
-ή,-όν A 0-0-0-0-1=1 1 Ezr 5,39belonging to or connected with the family, race or nation; ἡ γενικὴ γραφή description of the kindred; seeγένος -
8 γενικός
A belonging to or connected with the γένος, Arist. Top. 102a36; ἡ διαφορὰ γ. ib. 101b18; generic, Chrysipp.Stoic.2.28, Phld. Sign.18,19,etc.: [comp] Comp., Stoic.2.117, Ptol.Phas.p.5 H.: [comp] Sup., Diog. Bab.Stoic.3.214, BGU282.19 (ii A. D.), etc. Adv.- κῶς M.Ant.8.55
, Plot.6.1.9, Iamb. in Nic.p.22 P., etc.II consisting of families,φυλαί D.H.4.14
, etc.; of the family, ([place name] Sardis), cf. 2712 ([place name] Mylasa).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενικός
-
9 πατρικός
A derived from one's fathers, hereditary,νόμοι Cratin.116
;ἀρίς Call.
Com.16 ; ; (Didyma, iii B. C.) ;βασιλεῖαι Th. 1.13
, Arist.<Pol. 1285a19 ;ἁμαρτεῖν τοῦ π. τύπου Democr. 228
;αἱ π. ἀρεταί Th.7.69
;ξένος And.2.11
, Th. 8.6 ;ἐχθρός Lys. 14.40
;φύσει τῆς πρὸς ὑμᾶς ἔχθρας αὐτοῖς ὑπαρχούσης πατρικῆς D.21.49
; εἰς τὸ π., = by right of inheritance, PTeb.5.12 (ii B.C.).II = πάτριος, of or belonging to one's father,γᾶρυς S.Ichn. 65
(lyr.) ;ὁ π. λόγος Pl.Sph. 242a
;ἡ π. πρόσταξις Arist.EN 1180a19
; οἰκονομία π., opp. δεσποτική and γαμική, Id.Pol. 1253b10 ; ἐνευχόμενός σοι τοὺς π. θεούς the gods of your father(s), PCair.Zen.421.2 (iii B.C.) ; ἡ πατρική (sc. οὐσία) patrimony, E. Ion 1304 ;π. οἰκία PStrassb.99.4
(ii B.C.) ; τὰ π. AP11.75 (Lucill.) ; but τὰ π., also, father's house, LXXSi.42.10.2 like a father, paternal,π. γὰρ ἀρχὴ βούλεται ἡ βασιλεία εἶναι Arist.EN 1160b26
;π. καὶ συγγενικὴ αἵρεσις Plb.31.25.1
; παρρησία π. Plu. 2.802f ;π. θεός OGI418
(Judaea, i A. D.). Adv.,τὰς κολάσεις πατρικῶς ποιεῖσθαι Arist.Pol. 1315a21
;ὁ θεὸς π. κηδόμενος τοῦ ἀνθρωπείου γένους Plu.2.117d
.3 Gramm., ἡ πατρική, = ἡ γενική, the genitive, Choerob. in Theod.1.111 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρικός
-
10 περισσοσύλλαβος
περισσο-σύλλᾰβος, ον,A with a syllable more,γενική Id.Adv.166.26
, St.Byz. s.v. Φλεγύα. Adv. - βως Id. s.v. Ἄβαι, Sch. E.Or.18, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσοσύλλαβος
-
11 τέττα
τέττᾰ, expld. as ἑταίρου πρὸς ἑταῖρον γενικὴ προσφώνησις (Apollon. Lex.), or as a friendly or respectful address of youths to their elders (Hsch., Suid., Eust.490.36), or said to be untranslatable (ib.37),Aτέττα, σιωπῇ ἧσο Il.4.412
. -
12 ἐπιμερίζω
b. Astrol., assign a number of years to life, Vett. Val.164.9.2. distribute, τινὰς τοῖςφράτραις D.H.2.50
; esp. in Gramm.,πρόσωπα A.D.Synt.92.21
; ἐπιμεριζόμενον ὄνομα distributive, D.T.637.15; also γενικὴ-ομένη partitive genitive, A.D.Synt.35.1:—[voice] Pass., to be distributed, εἰς πλείοναςἡμέρας Sor.1.21
.3. mention severally, enumerate, Str.13.1.10, Hdn.Epim. 157.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμερίζω
См. также в других словарях:
γενική — η η δεύτερη πτώση των ονομάτων της ελληνικής γλώσσας: Γενική κτητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενική — Όρος της γραμματικής. Μία από τις πτώσεις της ελληνικής γλώσσας. Στην αρχαία ελληνική, όπως και στην καθαρεύουσα, η πρώτη κλίση των αρσενικών και η δεύτερη όλων των γενών έχουν κατάληξη σε –ου (ακόμα αρχαιότερη σε –οιο και –oo), η πρώτη των… … Dictionary of Greek
Γενική Επιθεώρησις — Δεκαπενθήμερο αθηναϊκό φιλολογικό περιοδικό (1892 93). Εκδότης του ήταν ο Αθανάσιος Αργυρός. Στο περιοδικό δημοσιευόταν πλούσια βιβλιογραφία των νέων εκδόσεων … Dictionary of Greek
Γενική Εφημερίς της Ελλάδος — Η πρώτη επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης στην Ελλάδα. Εκδόθηκε στο Ναύπλιο στις 7 Οκτωβρίου 1825, με διευθυντή τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ήταν δισεβδομαδιαία και εκδιδόταν έως τις 18 Απριλίου 1832, οπότε μετονομάστηκε Εθνική Εφημερίς … Dictionary of Greek
Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος — (ΓΣΕΕ). Η ανώτατη ελληνική συνδικαλιστική εργατοϋπαλληλική οργάνωση. Στους κόλπους της συνενώνει όλα τα εργατικά κέντρα και τις εργατοϋπαλληλικές ομοσπονδίες. Ιδρύθηκε από το Α’ Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο, που έγινε στην Αθήνα και τον Πειραιά… … Dictionary of Greek
γενικῇ — γενικός belonging to fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενική — γενικός belonging to fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Η γενική σχετικότητα — Είδαμε ότι σ’ ένα μη αδρανειακό σύστημα, όταν δεν ενεργούν εξωτερικές δυνάμεις, ένα σώμα δεν κινείται με ομοιόμορφη κίνηση, αλλά κινείται σαν να υπόκεινταν σε μια δύναμη (δύναμη αδράνειας) που είναι ανάλογη με τη μάζα του (μάζα αδράνειας). Κατά… … Dictionary of Greek
Ιερά Σύνοδος — Γενική ονομασία για τα κεντρικά διοικητικά σώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτά είναι: η Ι.Σ. της Ιεραρχίας, η Διαρκής Ι.Σ. και η Γενική Εκκλησιαστική Συνέλευση. Η πρώτη αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) … Dictionary of Greek
νομιμότητα — Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής… … Dictionary of Greek
Προέλληνες — Γενική ονομασία που δίνεται στους «αρχαιότατους» του ελληνικού χώρου, στους κατοίκους δηλαδή της Ελλάδας πριν εμφανιστούν οι Έλληνες. Οι κάτοικοι εκείνοι ήταν κυρίως Πελασγοί, Αιγαίοι και Κρητικοί. Ανήκαν και αυτοί στη λευκή φυλή, ήταν έξυπνοι… … Dictionary of Greek